πλήρης

πλήρης
-ες, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ.
δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν.
2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή περικοπή (α. «πλήρης μισθός» β. «άδεια μετά πλήρων αποδοχών» γ. «ὡς ἄν τὴν χάριν πλήρη λάβω», Ευρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που κατέχεται από κάποιο συναίσθημα (α. «καρδιά πλήρης ευγνωμοσύνης» β. «λόγοι πλήρεις ειλικρινείας»)
2. ολοκληρωτικός, γενικός, σε όλα τα σημεία (α. «πλήρης αποτυχία» β. πλήρες ναυάγιο»)
3. φρ. «πλήρης ημερών» — σε πολύ μεγάλη ηλικία
αρχ.
1. (για ποταμό) φουσκωμένος, με ανεβασμένη τη στάθμη του
2. (για άνθρωπο) χορτάτος («κεχόρτασμαι οὐ κακῶς ἀλλ' εἰμὶ πλήρης», Εύβ.)
3. ο στερεός ή ο συμπαγής (α. «πλήρεις ὁπλαῑ» β. «πλήρης τοῑχος»)
4. (για ήχο) ο ορθός, ο σωστός, ο μη παράφωνος
5. (για οίνο) αυτός που διατηρεί το άρωμα του. Επίρρ. πλήρως ΝΜΑ
κατά τρόπο πλήρη, εντελώς, εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πλήρης έχει σχηματιστεί από το θ. πλη- τού πίμ-πλη-μι* «γεμίζω» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. *πλη-ρος (πρβλ. λατ. plērus «περισσότερος», plērus-que «ο πολύς») και εμφανίζει κατάλ. -ης τών σιγματικών επίθ. πιθ. αναλογικά προς τα σύνθ. σε -πληθής (< πλήθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλήρης — full of masc/fem acc pl (attic epic doric) πλήρης full of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πλήρης full of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήρης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, γεμάτος, άφθονος, ακέραιος, άρτιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πληρέστερον — πλήρης full of adverbial comp πλήρης full of masc acc comp sg πλήρης full of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήρει — πλήρης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πλήρης full of masc/fem/neut dat sg πλήρεϊ , πλήρης full of dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήρη — πλήρης full of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλήρης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλήρης full of masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρεστάτων — πλήρης full of fem gen superl pl πλήρης full of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρεστέρων — πλήρης full of fem gen comp pl πλήρης full of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρέστατα — πλήρης full of adverbial superl πλήρης full of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρέστατον — πλήρης full of masc acc superl sg πλήρης full of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλῆρες — πλήρης full of masc/fem voc sg πλήρης full of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”